- κτόνος
- κτόνοςmurdermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτόνος — κτόνος, ὁ (Μ) φόνος, θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υστερογενώς κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε κτόνος*] … Dictionary of Greek
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
ζιζανιοκτόνος — α, ο 1. αυτός που καταστρέφει ή καταπολεμά τα ζιζάνια 2. το ουδ. ως ουσ. το ζιζανιοκτόνο (φάρμακο) χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται στην καταπολέμηση τών ζιζανίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. εντομο κτόνος … Dictionary of Greek
ζωοκτόνος — ο (Α ζῳοκτόνος, ον) αυτός που σκοτώνει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κτονος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. αδελφο κτόνος, πατρο κτόνος] … Dictionary of Greek
θανατοκτόνος — θανατοκτόνος, ον (Α) αυτός που νικά τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. θηρο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θεοκτόνος — ο (AM θεοκτόνος, ον) αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηλυκτόνος — θηλυκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει με χέρι γυναίκας («θηλυκτόνος Ἄρης» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. εντομο κτόνος, ζωο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηριοκτόνος — θηριοκτόνος, ον (Μ) βλ. θηροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αδελφο κτόνος, εντομο κτόνος] … Dictionary of Greek
θηροκτόνος — θηροκτόνος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Ηρακλέους και τής Αρτέμιδος) αυτός που σκοτώνει άγρια ζώα 2. φρ. «ἐν φοναῑς θηροκτόνοις» στο κυνήγι, Ευριπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + κτονος (< κτείνω), πρβλ. αλληλο κτόνος, τυραννο κτόνος] … Dictionary of Greek
θυμοκτόνος — θυμοκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει την ψυχή, αυτός που φθείρει την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, θηρο κτόνος] … Dictionary of Greek